Ένα ελαφρύ αεράκι σκόρπιζε τη μυρωδιά λεμονανθών και του γιασεμιού ένα γύρο στην πλακόστρωτη αυλή και στην στοά με τις αψίδες. Μέσα στο ναό, το φως των καντηλιών αντανακλούσε στα σκυθρωπά πρόσωπα αγίων και οι βυζαντινές μελωδίες διαχέονταν ανάμεσα στις κιονοστοιχίες, φτάνοντας μελίρρυτες στα αυτιά των πιστών. Εγώ έπιανα από νωρίς στασίδι, φροντίζοντας να έχω άμεση οπτική επαφή με το σημείο που ήξερα ότι στεκόταν η Αταλάντη. Ερχόταν με τη μητέρα της, άναβε κεράκι στο χρυσαφένιο μανουάλι, ασπαζόταν την εικόνα της Παναγίας και, καθώς το φως των κεριών έπεφτε πάνω της, έμοιαζε με αγγελική φιγούρα. Από το στασίδι που ήμουν χωμένος, έριχνα κλεφτές ματιές προς το μέρος της, διακριτικά, να μην με καταλάβει κανένας από το εκκλησίασμα, με τη λαχτάρα να συναντήσω το βλέμμα της. Κι όταν αυτό γινόταν- σπάνια, αλλά γινόταν-, τότε ένιωθα ένα ρίγος να διαπερνάει το κορμί μου και να παραλύει ηδονικά τα μέλη μου. Τότε ήταν που ένιωθα τις μελωδίες, το φως των κεριών και το θυμίαμα του λιβανιού να συμπλέκονται σε έναν ερωτικό ύμνο που έφτανε μόνο στα δικά μου αυτιά.
Στις ευχές του Απόδειπνου, με τις οποίες τελείωνε η ακολουθία των Χαιρετισμών, όταν οι ψάλτες εξόρκιζαν την ερωτική επιθυμία και βδελύσσονταν την σάρκα, εγώ αντιθέτως άκουγα ύμνους προς τον έρωτα. Έτσι στο «και διαφύλαξον ημάς από του ζοφερού ύπνου της αμαρτίας και από πάσης σκοτεινής και νυκτερινής ηδυπαθείας» εγώ ονειρευόμουν ήδη με ανοικτά μάτια την ηδυπάθεια των τρυφερών χειλιών της, στο «παύσον τας ορμάς των παθών», ένιωθα να κατακλύζομαι από ανομολόγητα πάθη για εκείνη, στο «σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού» ένιωθα αυτά να σαϊτεύονται πυρωμένα από τα μάτια της, στο «τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον και παν γεώδες και υλικόν ημών φρόνημα κοίμισον» ένιωθα να αφυπνίζεται μέσα μου ο πόθος και η σάρκα μου να εξεγείρεται από την καύλα της ζωής.
Οι λέξεις και η ψαλμωδία των ύμνων αντί να με προστατεύσουν από τις σκοτεινές όψεις των πονηρών δαιμόνων, σε μένα φαινόταν ότι αποθέωναν αυτό που καταριόνταν και έκανε να μοιάζει το σώμα της ο ναός στον οποίο μια μέρα θα εισερχόμουν για να λατρέψω τη δική μου θεά. Κάποιες φορές αναρωτιόμουν με το παιδικό μου μυαλό πως είναι δυνατόν μια θρησκεία της αγάπης να αντιτίθεται στην ομορφιά του σώματος, στην ίδια τη φύση μας. Ο θεολόγος παππάς του κατηχητικού που πηγαίναμε σχολιαρόπαιδα , όταν κάποιος από εμάς τολμούσε, όχι να ρωτήσει για αυτήν την ανεξήγητη αποστροφή προς το ίδιο το σώμα μας, αλλά απλά να υπαινιχθεί τη χαρά της ζωής, είχε έτοιμη την απάντηση: "το θνητό σώμα μας είναι η φυλακή της αιώνιας ψυχής". Η ηδονή ήταν συνδεδεμένη με την αμαρτία και τις ενοχές, κι εμείς μέλη μιας κοινωνίας που όφειλε να ξεπληρώσει στον Θεό μέρος του προπατορικού αμαρτήματος που μεταφερόταν από γενιά σε γενιά σαν άυλο καταπίστευμα.
(απόσπασμα από το μυθιστόρημα Club 23.4, ΕΚΔΟΣΕΙΣ βακχικόν, 2022)