Μπορεί, άραγε, ο έρωτας να αποτελέσει το αντίδοτο στη διαρκή και εναγώνια συνομιλία με τον θάνατο, που διατρέχει όλη την ανθρώπινη ζωή, υπενθυμίζοντας την άφευκτη φθαρτότητα μιας ελλιπούς, ανολοκλήρωτης ύπαρξης, την πεμπτουσία της θνητότητας; Έχοντας επίγνωση αυτής ακριβώς της θνητότητας, άρα ταυτόχρονα τη διαρκώς ανανεούμενη απειλή θανάτου μέσα από τις ποικίλες αντιξοότητες της ζωής, μπορούμε να αφεθούμε στην πρόκληση ενός έρωτα, να νιώθουμε έστω και για κάποιες στιγμές την αίσθηση της αιωνιότητας; Ο Ντίνος Γιώτης, στο πρόσφατο μυθιστόρημά του μας καλεί να εισχωρήσουμε στο Club 23.4, έναν χώρο που μπορεί αρχικά να ορίζει το πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι ήρωές του, η στενή παρέα των φοιτητών τη δεκαετίας του ’80, ωστόσο θα λέγαμε ότι μας αφορά όλους. Αρκεί, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας και κατ’ επέκταση οι ήρωές του (κυρίως ο Σένον), να έχουμε επίγνωση των ορίων μας ως λογικών όντων, ως φορέων μιας πεπερασμένης λογικής που δεν έχει την ικανότητα μιας σοβαρής αντίστιξης με τη «λογική» ενός σύμπαντος που υπάρχει και κινείται αενάως λειτουργώντας ερήμην μας. Ο Σένον, φοιτητής στο Φυσικό της Αθήνας, δεν αρκείται στις εύκολες απαντήσεις, η ανθρώπινη οντότητα γι’ αυτόν δεν είναι καθόλου αυτονόητη, πολύ περισσότερο δεν είναι αποδεκτή η πληρότητά της, κι ας θεωρείται το τελειότερο δημιούργημα, καθώς έχει συνείδηση της ύπαρξής της άρα και του τέλους της. Διαρκώς αναζητά στη φιλοσοφία και στην επιστήμη απαντήσεις, που όπως είναι φυσικό, μόνο νέα ερωτήματα γεννούν. Η υπόλοιπη παρέα, ο Κλεάνθης, ο Σωτήρης, ο Κωνσταντίνος, η Ρεβέκκα και η Αταλάντη, συμμετέχουν στις αναζητήσεις αυτές όσο και στη φοιτητική ζωή, εκεί στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, μιας εποχής που πολλές ευκαιρίες δίνει τόσο για πολιτικές ή φιλοσοφικές συζητήσεις αλλά και για μια πολύτιμη ελευθερία στις διαπροσωπικές σχέσεις.

 

Ο χρόνος, ένα σκοτωμένο πουλί στο μπαλκόνι μου

Το Club 23.4, όμως, δεν είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο με τον μανδύα μιας μυθοπλασίας κι ας εμπεριέχει μια πλούσια θεματική φιλοσοφικού χαρακτήρα. Είναι ένα μυθιστόρημα που ανατέμνει την ερωτική σχέση, εναλλάσσοντας εύστοχα τα ρηματικά πρόσωπα: πρώτο, δεύτερο και τρίτο ενικό, και προκαλώντας να δούμε τον έρωτα ως πρόταση ζωής απέναντι σε μια θνητότητα που διαρκώς τραγικά επαληθεύεται. Ο Σένον και η Αταλάντη γεύονται την ερωτική πληρότητα στη δεκαετία του ’80. Χωρίζουν, γιατί η Αταλάντη είναι μια ύπαρξη που πάντα επιλέγει τη φυγή, και χάνονται για πολλά χρόνια. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια η παλιά φοιτητική παρέα εξελίσσεται, σε διαφορετικούς δρόμους ο καθένας, όπως συμβαίνει συνήθως.

 

Συναντάμε ξανά τον Σένον σαράντα χρόνια μετά, να μην έχει ξεπεράσει την Αταλάντη, η οποία ξαφνικά εμφανίζεται πάλι στη ζωή του, διεκδικώντας μια νέα ένταση ή ίσως μια νέα φυγή. Αξίζει εδώ μια εμβόλιμη παρατήρηση ως προς τον τρόπο που ο Γιώτης μεταφέρει τη δράση των προσώπων στη σημερινή περίοδο της κρίσης και της πανδημίας, καθώς δεν προβάλλει τα χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής, κάτι παρακινδυνευμένο στη σύγχρονη πεζογραφία, αφού αφορά σκέψεις και συναισθήματα ακόμη εν εξελίξει, αλλά επιτρέπει μόνο στο φόντο των γεγονότων να διαφανεί η ιδιαιτερότητά της. Tο σημαντικότερο ερώτημα που θέτει το βιβλίο του Γιώτη είναι αν καταξιώνεται η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από τις δύο επιλογές της ζωής: από τη διάθεση αρχικά για έρευνα και όχι για εύκολο εφησυχασμό και κατόπιν για απόπειρα λύσης μέσω της πληρότητας της ερωτικής σχέσης. Με την επανεμφάνιση της Αταλάντης, η θεματική του Γιώτη αποκτά μια ενδιαφέρουσα στροφή, καθώς από τη μια έχουμε τη διάρκεια της ερωτικής σχέσης, που παρουσιάζεται ελλιπής, παραδόξως ακόμη και μέσα στην ολοκλήρωσή της – άραγε αποκτά ποτέ την πληρότητα; Από την άλλη, παρεισφρέει δυναμικά το θέμα του χρόνου, ως ασύλληπτης συνθήκης για την ανθρώπινη λογική ικανότητα, ωστόσο τραγικά υπαρκτής («ένα πρωί είδα τον χρόνο, σκοτωμένο πουλί στο μπαλκόνι του σπιτιού μου», θα διαβάσουμε στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου) που, ενώ κυλά αφήνει τα σημάδια του ορατά επάνω στο σώμα και στη διάνοια, καθοδηγώντας προς ένα τέλος αναπόφευκτο. Παραμένει ο άνθρωπος να ερευνά ένα νόημα, μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, το οποίο μόνον περιστασιακά φωτίζεται κάθε φορά που η επιστήμη και οι διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες (στην καλύτερη περίπτωση) ή το δόγμα κάποιας θρησκείας (στη χειρότερη) θα επιχειρήσουν να δώσουν απαντήσεις. Ματαιότητα και κενότητα της ύπαρξης, λοιπόν;

 

Νομίζω πως το σημαντικότερο ερώτημα που θέτει το βιβλίο του Γιώτη είναι αν καταξιώνεται η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από τις δύο επιλογές της ζωής: από τη διάθεση αρχικά για έρευνα και όχι για εύκολο εφησυχασμό και κατόπιν για απόπειρα λύσης μέσω της πληρότητας της ερωτικής σχέσης. Αν, από τη μια, τα ερωτήματα παραμείνουν αναπάντητα, αν, από την άλλη, ο έρωτας θα παραμείνει διαρκώς ένα ζητούμενο, δεν αλλάζει κάτι ως προς την καταξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Το σύμπαν μπορεί να μειδιά ή να αδιαφορεί, όμως ο άνθρωπος, σε ό,τι του αναλογεί, έθεσε τους δικούς του όρους. Ένα πολυσύνθετο βιβλίο που δημιουργεί ερωτήματα, όπως οφείλει να κάνει η καλή λογοτεχνία.

 

Από τις εκδόσεις Βακχικόν, με ένα εξώφυλλο, στο οποίο η έννοια του κύκλου, ως υπενθύμιση ματαιότητας στην αναζήτηση διεξόδου, εγγράφεται μέσα στο απόλυτο μαύρο ενός σύμπαντος βουβού και αδιάφορου.

 

* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η μελέτη «Ο ποιητὴς διάγει εσώκλειστος – Οι “τόποι” στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Φοίνικα.

 

Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα

«Όχι, δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια εντελέχεια –κανένα τέλος, κανένας σκοπός– σε αυτήν τη μακραίωνη πορεία· καμία γη της επαγγελίας. Ο ίδιος ο δρόμος είναι και η έκβαση· η ματσέτα που ανοίγει το μονοπάτι ανάμεσα στις πυκνές λόχμες είναι ο επίγειος παράδεισός μας. Τώρα στέκομαι εδώ γερνώντας αδιάκοπα, ανήμπορος να ξεφύγω από τα δίχτυα του χρόνου. Στέκομαι εδώ αναλογιζόμενος τι όφειλα να κάνω και τι δεν έκανα. Να σκέφτομαι αν ο δικός μου θάνατος δεν θα είναι ο βιολογικός (όταν κλείσω τα μάτια μου για πάντα), αλλά συνέβη ενώ ζούσα· ήταν θάνατος εν ζωή, με την υποταγή μου σε αυτόν». (σσ. 403-404)

 

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/16068-club-23-4-tou-dinou-gioti-kritiki