Αλλά αν είχα να διαλέξω κάποια ακολουθία, αυτή θα ήταν η ακολουθία των Χαιρετισμών. Ίσως επειδή αποτελούσε το προοίμιο και όχι τη λήξη της λαμπρής γιορτής που γινόταν με την Ανάσταση. Ή ίσως επειδή στους ύμνους προς την Αειπάρθενο, εγώ να διέκρινα τη δική μου ερωτική επιθυμία προς την ίδια τη ζωή. Την θυμάμαι να έρχεται με τη μητέρα της, να ανάβει ένα κεράκι στο χρυσαφένιο μανουάλι και να ασπάζεται την εικόνα της Παναγίας. Από το στασίδι που ήμουν χωμένος, έριχνα κλεφτές ματιές προς το μέρος της με τη λαχτάρα να συναντήσω το βλέμμα της. Κι όταν αυτό γινόταν –σπάνια, αλλά γινόταν–, τότε ένιωθα ένα ρίγος να διαπερνάει το κορμί μου και να παραλύει ηδονικά τα μέλη μου. Ήταν τότε ήταν που ένιωθα τις μελωδίες, το φως των κεριών και το θυμίαμα του λιβανιού να συμπλέκονται σε έναν ερωτικό ύμνο που έφτανε μόνο στα δικά μου αυτιά. Στις ευχές του Απόδειπνου, με τις οποίες τελείωνε η ακολουθία των Χαιρετισμών, όταν οι ψάλτες εξόρκιζαν την ερωτική επιθυμία και βδελύσσονταν τη σάρκα, εγώ αντιθέτως άκουγα ύμνους προς τον λυσιμελή έρωτα που έκανε τα γόνατά μου να κόβονται. Έτσι, στο «καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἀπὸ πάσης σκοτεινῆς καὶ νυκτερινῆς ἡδυπαθείας» εγώ ονειρευόμουν με ανοιχτά μάτια την ηδυπάθεια των τρυφερών χειλιών της. Στο «παῦσον τὰς ὁρμὰς τῶν παθῶν» εγώ ένιωθα να κατακλύζομαι από ανομολόγητα πάθη. Στο «σβέσον τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ» εγώ ένιωθα αυτά να με σαϊτεύουν πυρωμένα από τα μάτια της. Και στο «τὰς τῆς σαρκὸς ἡμῶν ἐπαναστάσεις κατάστειλον, καὶ πᾶν γεῶδες καὶ ὑλικὸν ἡμῶν φρόνημα κοίμισον» εγώ αντιθέτως ένιωθα να αφυπνίζεται μέσα μου ο πόθος και η σάρκα μου να εξεγείρεται από την χαρά της ζωής. Οι λέξεις και η ψαλμωδία των ύμνων, αντί να με προστατεύουν από τις σκοτεινές όψεις των πονηρών δαιμόνων, σε μένα φαίνονταν ότι αποθέωναν αυτό που καταριόνταν. Και έκαναν να μοιάζει το σώμα της με ναό στον οποίο προσευχόμουν μια μέρα να εισέλθω για να την λατρέψω".