Μεγάλωσα στην γειτονιά του γηπέδου. Οι φωνές από το γήπεδο έφταναν μέχρι το σπίτι μου, κάθε φορά που η Αναγέννηση έπαιζε μπάλα. Έτσι, είχα “ακούσει” την Αναγέννηση, πριν ακόμα την δω να παίζει.Πιτσιρικάδες, κολλήσαμε με το γήπεδο και με τη μπάλα. Που μάς έχανες που μάς έβρισκες, εκεί. Παίζαμε μπάλα πίσω από τα τέρματα και καμιά φορά περιμέναμε να τελειώσει την προπόνηση η Αναγέννηση στο γήπεδο για να προλάβουμε να παίξουμε και εμείς λίγο, πριν νυχτώσει. Καμιά φορά στεκόμασταν περισσότερο τυχεροί, όταν οι παίκτες έπαιζαν “διπλό” στο μισό γήπεδο και έτσι είχαμε το άλλο μισό στη διάθεσή μας.
Μεγαλώναμε παρέα με την Αναγέννηση, χαρούμενοι όταν νικούσε (και το έκανε τις περισσότερες φορές), πικραμένοι όλη την εβδομάδα, όταν έχανε. Από το 1960 που ιδρύθηκε μέχρι και σήμερα, από την εποχή της δόξας μέχρι τα πέτρινα χρόνια, δεν έπαψε στιγμή το όνομά της να είναι ταυτισμένο με το ποδόσφαιρο της Άρτας.
Κάθε δεύτερη Κυριακή ο αρτινός φίλαθλος περίμενε το μάτς της ομάδας του, όπως οι πιστοί περίμεναν να πάνε στην εκκλησία. Εκείνος είχε τον δικό του ναό-γήπεδο, τη δικιά του θεά-ομάδα, τους δικούς του αγίους-ποδοσφαιριστές. Πήγαινε στο γήπεδο, κρατώντας σφιχτά το εισιτήριο στο χέρι και ήταν σαν να κρατούσε το εισιτήριο για τον Παράδεισο. Τον ποδοσφαιρικό, έστω.
Δεν είχε σημασία πόσο ζόρι είχε τραβήξει για να βγάλει την εβδομάδα, τώρα ήταν εκεί για να βροντοφωνάξει συνθήματα και να ανεμίσει το λάβαρο της αγαπημένης του ομάδας. Ήταν εκεί για να ανταμωθεί με φίλους και γνωστούς στη σκηνή της κερκίδας, βωμολοχώντας επί δικαίων και αδίκων,σε μια λυτρωτική αριστοφανική παράσταση. Και όσοι δεν έβρισκαν εισιτήριο ή δεν είχαν λεφτά, γέμιζαν την Βαλαώρα, κρεμασμένοι σαν τσαμπιά μέσα σε αυλές, πάνω σε ταράτσες, ακόμα και σκαρφαλωμένοι σε δένδρα. Όλοι τους εκεί, με ήλιο και βροχή, με ζέστη και κρύο δεν έλειψαν ποτέ από το γήπεδο. Με ομπρέλες και αδιάβροχα, τουρτουρίζοντας μέσα στο αγιάζι και το ανεμόβροχο, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά, ήταν πάντα εκεί. Πιστοί οπαδοί, διψασμένοι για λίγη καλή μπάλα.
Και όταν η μπάλα έμπαινε στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας, η κραυγή “γκοόλ!” έβγαινε από τα πνευμόνια τους, ταυτόχρονα, σαν ξέσπασμα και ευχαριστία που η ζωή τούς χαμογελούσε. Η Αναγέννηση είχε σκοράρει και μαζί με αυτήν και εκείνοι.